Ακριβώς πριν δύο χρόνια, στις 13 Οκτωβρίου 2016, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 90 χρόνων, ο μεγάλος Ιταλός θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Ντάριο Φο.
Στρατευμένος κομμουνιστής από τα πρώτα νεανικά του χρόνια, θα έρθει σε σύγκρουση με την Καθολική Εκκλησία, το 1951, όταν θα εμφανίσει βιβλικές ιστορίες δίνοντάς τους πολιτική διάσταση. Επηρεασμένος από την κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση, θα γράψει το θεατρικό έργο "Ο εργάτης ξέρει 300 λέξεις. Το αφεντικό 1000. Γι' αυτό είναι αφεντικό". Καταγγέλλοντας τη στρατηγική της έντασης που επέλεξε το βαθύ κράτος στην Ιταλία, θα γράψει τον "Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού", ενώ λόγω της αντίθεσής του στην εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία τα έργα του έπαψαν ν' ανεβαίνουν στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης.
Μαζί με τη σύζυγο και συνεργάτιδά του ηθοποιό, Φράνκα Ράμε, συμμετείχαν ενεργά στο κίνημα για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, κατά του σεξισμού και υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης, ενώ υποστήριξαν το κίνημα άρνησης πληρωμής των αυξημένων ενοικίων και τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος κ.λπ., με το έργο "Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω!".
Ο Ντάριο Φο υπήρξε μέχρι τέλους ένας καλλιτέχνης με βαθιά συναίσθηση των καθηκόντων του στον αγώνα κατά της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η Φράνκα Ράμε (Franca Rame) γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1929 στο Παραμπιάγκο της Λομβαρδίας, από πατέρα ηθοποιό και μητέρα δασκάλα. Η οικογένεια του πατέρα της είχε μεγάλη παράδοση στην τέχνη του κουκλοθεάτρου, που έφθανε τα 400 χρόνια σε βάθος χρόνου. Από μικρή γνώρισε το θεατρικό σανίδι, παίζοντας διάφορα ρολάκια δίπλα στον πατέρα της.
Σε ηλικία 23 ετών έκανε το επίσημο θεατρικό ντεμπούτο της και λίγο αργότερα γνώρισε τον Ντάριο Φο, τον οποίον παντρεύτηκε το 1954 στο Μιλάνο. Ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο γιος τους, ο συγγραφέας Γιάκοπο Φο. Το 1958 το ζεύγος Φο-Ράμε σχημάτισε θεατρικό θίασο, με τον Φο να κρατά τον ρόλο του σκηνοθέτη και συγγραφέα και τη Ράμε να είναι η πρωταγωνίστρια και το επιχειρηματικό μυαλό του θιάσου.
Η Ράμε γνώρισε μεγάλη λαϊκή αποδοχή και πολλές φορές ήρθε αντιμέτωπη με τη λογοκρισία, εξαιτίας της ανατρεπτικής σάτιρας των έργων του Φο.
Ήταν ενεργό μέλος της Soccorso Rosso (Κόκκινη Ανακούφιση), μιας οργάνωσης που παρείχε παντός είδους υποστήριξη στα φυλακισμένα μέλη της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και τις οικογένειές τους.
Στη δεκαετία του '70 άρχισε να γράφει τα δικά της έργα, κυρίως μονολόγους με φεμινιστικό περιεχόμενο (Grasso e bello, Tutta casa, letto e chiesa).
Στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του '70, όταν η Ιταλία δονείτο από την αντιπαράθεση κράτους και Ερυθρών Ταξιαρχιών, η Ράμε βρέθηκε στο στόχαστρο των νεοφασιστικών οργανώσεων. Τον Μάρτιο του 1973 απήχθη στο Μιλάνο από μια ομάδα νεοφασιστών, οι οποίοι αφού τη βασάνισαν και τη βίασαν, την άφησαν σε άθλια κατάσταση σ' ένα πάρκο μετά από λίγες ημέρες.
Δύο μήνες αργότερα, επέστρεψε πιο δυνατή και αποφασισμένη με μία σειρά από αντιφασιστικούς μονολόγους. Το 1981 αφηγήθηκε τη δυσάρεστη εμπειρία της στο βιβλίο της Lo Strupo (Ο Βιασμός). Η υπόθεση της απαγωγής της έκλεισε 25 χρόνια αργότερα, το 1998. Οι δράστες αναγνωρίστηκαν μετά την κατάθεση ενός μεταμεληθέντα νεοφασίστα, αλλά τα εγκλήματά τους είχαν παραγραφεί. Η δικαστική έρευνα έδειξε τη σχέση των απαγωγέων της με υψηλόβαθμα στελέχη των Καραμπινιέρων στο Μιλάνο.
Τόσο η Ράμε, όσο και ο Φο, στήριξαν με πάθος τον αγώνα των Ελλήνων αντιστασιακών κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Μετά την πτώση της δικτατορίας, επισκέφθηκαν την Αθήνα, επ’ ευκαιρία της παρουσίασης, από το θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, του έργου του Ντάριο Φο Η Ισαβέλλα, τρεις Καραβέλλες και ένας παραμυθάς.
Πολιτικά, η Ράμε ήταν ενεργό μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (PCI) από το 1967. To 2006 εξελέγη γερουσιαστής Πεδεμοντίου με το κεντροαριστερό κόμμα του δικαστή Ντι Πιέτρο Ιταλία των Αξιών (IDV) και τον ίδιο χρόνο προτάθηκε για Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, λαμβάνοντας 24 ψήφους. Αποχώρησε από το κόμμα του Ντι Πιέτρο το 2008 για πολιτικούς λόγους και το 2010, μαζί με τον σύζυγό της εντάχθηκε στο Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (PRC).
H Φράνκα Ράμε πέθανε στις 29 Μαΐου 2013 στο Μιλάνο, σε ηλικία 84 ετών. Τον τελευταίο χρόνο η υγεία της βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, που υπέστη τον Απρίλιο του 2012.
Ο βιασμός της Φράνκα Ράμε : φασίστες, καραμπινιέρι και «μια ανώτερη επιθυμία»
Του Τζιρολάμο ντε Μικέλε (Μετάφραση: Κατερίνα Σκαργιώτη)
Στις 9 Μαρτίου 1973 η Φράνκα Ράμε απήχθη από πέντε άνδρες, οδηγήθηκε σε ένα φορτηγάκι μέσα στο οποίο βασανίστηκε και βιάστηκε.
Όπως είναι γνωστό η Φράνκα αποτύπωσε το βιασμό
της σε ένα μονόλογο με τίτλο «Ο βιασμός» που αποτέλεσε μέρος της παράστασης «Όλα σπίτι, κρεβάτι, εκκλησία».
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Φράνκα ισχυριζόταν ότι πηγή της έμπνευσής της ήταν ένα χρονογράφημα, χωρίς να αποκαλύπτει ότι ήταν η ίδια το θύμα του βιασμού.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, όταν ανακοινώθηκε ο βιασμός κάποιος στο Μιλάνο εξέφρασε ικανοποίηση.
Ήταν ο στρατηγός Παλούμπο, διοικητής της Μεραρχίας του Παστρένγκο. «Η είδηση του βιασμού της Ράμε έγινε δεκτή με ευφορία στο στρατώνα, ο διοικητής διασκέδαζε σαν να είχε φέρει σε πέρας κάποια δύσκολη αποστολή. Ίσως και κάτι παραπάνω..» σύμφωνα με τη κατάθεση του Νικολό Μπότζο, ο οποίος διετέλεσε στενός συνεργάτης του Κάρλο Αλμπέρτο Νταλα Κιέσα και εκείνη την εποχή ήταν σε υπηρεσία στο Παστρένγκο: «Όταν έφτασε η είδηση της απαγωγής και του βιασμού της Φράνκα Ράμε, για εμένα ήταν μία ήττα της δικαιοσύνης. Ωστόσο ανάμεσα στους ανωτέρους υπήρχαν κάποιοι που αντέδρασαν διαφορετικά “Καιρός ήταν..” ,είπε αυτός που βρισκόταν στην κορυφή της ιεραρχίας: ο διοικητής του Παστρένγκο, στρατηγός Τζιοβάνι Μπατίστα Παλούμπο.
Τότε θεώρησα τη χαρά του Παλούμπο απλώς μια κακόγουστη αντίδραση.
Πίστευα ότι ο στρατηγός ήταν ευχαριστημένος από την είδηση, τίποτα περισσότερο. Βέβαια, ο Παλούμπο ήταν ιδιόρρυθμος χαρακτήρας, είχε λάβει μέρος στη Κοινωνική Δημοκρατία (γνωστή και ως Δημοκρατία του Σαλό, δημιούργημα του Μπενίτο Μουσολίνι κατά τη τελευταία περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, από το 1943 έως το 1945) και έπειτα πέρασε στο στρατόπεδο των ανταρτών λίγο πριν την Απελευθέρωση. Δεν απέκρυψε πότε τη δεξιά του ιδεολογία. Και στο Παστρένγκο, κάτω από τη διοίκησή του, κυκλοφορούσαν ακροδεξιά άτομα και συναντιόντουσαν σε σπίτια της “σιωπηρής πλειοψηφίας”, όπως αυτό του δικηγόρου Ντέλι Όκι».
Το 1981 το όνομα του στρατηγού Παλούμπο βρέθηκε σε ένα κατάλογο των συνδρομητών της Στοάς P2 (μασονική στοά με σκοπό την υλοποίηση της Μεγάλης Ανατολικής Ιταλίας), μαζί με δύο ανώτερους αξιωματικούς του στρατού. Σύμφωνα με τον Μπούτζο, ο Γενικός Διοικητής του σώματος των καραμπινιέρι ήταν ο στρατηγός Μίνο, αξιωματικός ίδιας ιδεολογίας με τον Παλούμπο. Αν διαβάσει κανείς τις εκθέσεις της εξεταστικής επιτροπής για τη Στοά P2 θα καταλάβει γιατί τόσα χρόνια δεν είχε αποκαλυφθεί τίποτα σχετικά με τη δράση της στοάς. Το όνομα του Παλούμπο δεν αναφέρθηκε στις εκθέσεις.
Κατά τη περίοδο 1987-88 δυο φασίστες, ο Άντζελο Ήτζο και ο Μπιάτζιο Πιταρέσι, αποκάλυψαν στο δικαστή Σαλβίνι ότι ο βιασμός πραγματοποιήθηκε από μια νεοφασιστική ομάδα και, το κυριότερο, ότι η εντολή για «τιμωρία» της Φράνκα Ράμε προερχόταν από το σώμα των καραμπινιέρι. Μετά από αυτές τις αποκαλύψεις διατάχθηκε έρευνα για τις νεοφασιστικές οργανώσεις της δεκαετίας του 1970:
«Ο Πιταρέσι έδωσε τα ονόματα των βιαστών: Άντζελο Άντζελι, και μαζί με αυτόν κάποιος Μούλερ και κάποιος Πατρίτζιο». Επρόκειτο για νεοφασίστες αναμεμειγμένους με λαθρεμπόριο όπλων, διπλούς πράκτορες που δρούσαν ως προβοκάτορες στην Αριστερά και ενημέρωναν την αστυνομία για κάθε κίνηση των μελών της, ανόητοι άνθρωποι σε επαφή με το κακό. Σε αυτή τη γκρίζα περίοδο της δεκαετίας του 1970 συναντήθηκαν ο συντηρητικός κρατικός μηχανισμός και οι ακροδεξιοί τρομοκράτες και έτσι προέκυψε η απόφαση να χτυπήσουν τη σύντροφο του Ντάριο Φο. Ο Πιταρέσι ισχυρίζεται: «Η επίθεση στη Φράνκα Ράμε ήταν έμπνευση κάποιων καραμπινιέρι από τη μεραρχία του Παστρένγκο. Ο Αντζέλι και εγώ ήμασταν για αρκετό καιρό σε επαφή με τη διοίκηση της δύναμης (των καραμπινιέρι)».
Τα όσα καταθέτουν οι δύο “μετανοημένοι” φασίστες ενισχύονται από δηλώσεις του πρώην αρχηγού των Μυστικών Υπηρεσιών, Τζιαναντέλιο Μαλέτι, ο οποίος ανέφερε ένα βίαιο καβγά μεταξύ του στρατηγού Τζιοβάνι Μπατίστα Παλούμπο και του Βίτο Μικέλε, νυν αρχηγού των Μυστικών Υπηρεσιών: «Κατά τη διάρκεια της διαμάχης ο τελευταίος κατηγορούσε τον Παλούμπο για την επίθεση κατά της Φράνκα Ράμε». Σχολιάζοντας ο δικαστής Σαλβίνι τις δηλώσεις του Μαλέτι συμπλήρώνει: «Η πιθανή ανάμειξη -ως υποβολέων- ορισμένων αξιωματικών της μεραρχίας του Παστρένγκο δεν προκαλεί έκπληξη[..] ο επικεφαλής της μεραρχίας του Παστρένγκο κατά τη δεκαετία του 1970 είχε συμμετάσχει, σε συνεργασία με ανατρεπτικές οργανώσεις, σε λαθρεμπόριο όπλων αλλά και απόκρυψη πληροφοριών που οδηγούσαν στην αποκάλυψη της ευθύνης για τις σφαγές που πραγματοποίησαν οι νεοφασίστες Φρέντα και Βεντούρα».
Βέβαια, σύμφωνα με το Νικολό Μπότζο, o στρατηγός δε θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο εμπνευστής του βιασμού της Φράνκα Ράμε, αλλά αποτελούσε απλώς τον εκτελεστή «μιας ανώτερης επιθυμίας»: «Εκτός από τις πολιτικές του πεποιθήσεις θυμάμαι τον Παλούμπο να λαμβάνει τηλεφωνήματα από υπουργεία. Ξέρω ότι μιλούσε με τον υπουργό Άμυνας και τον υπουργό Εσωτερικών.
Είναι φυσιολογικό ένας υπουργός να συζητά με το διοικητή μιας μεραρχίας. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, ένα τέτοιο έγκλημα δε γεννήθηκε σε τοπικό επίπεδο. Είναι αλήθεια ότι η είδηση του βιασμού έφερε χαρά στους στρατώνες αλλά εγώ προσωπικά δεν είδα τον στρατηγό Παλούμπο να συνομιλεί και να διατάζει τρομοκράτες να κάνουν αυτοί τη πράξη».
Τέλος, το 1973 κατά τη διάρκεια της θητείας του Τζιούλιο Αντρεότι στη θέση του πρωθυπουργού, με τη πλειοψηφία των κεντροδεξιών δυνάμεων στη κυβέρνηση, στόχος ήταν -συμφώνα με όσα λέγονται στο Μεμοριάλε Μόρο- (μια σειρά εγγράφων που γράφτηκαν από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες αλλά και τον Άλντο Μόρο και ανακαλύφθηκαν σε διάφορες φάσεις από το 1978 ως το 1990), «να αποτρέψουν για πάντα τις λαϊκές δυνάμεις από το να έχουν πρόσβαση στη ζωή του κράτους». Υπουργός Άμυνας τότε ήταν ο Μάριο Τανασι και Εσωτερικών ο Μαριάνο Ρουμορ.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
''Ο κοσμοπολιτισμός χωρίς πατρίδα,
που αρνείται τα εθνικά αισθήματα και την ιδέα της πατρίδας,
δεν έχει τίποτα κοινό με τον προλεταριακό διεθνισμό''
Γκεόργκι Δημητρόφ!
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τίμων ο Αθηναίος των Ουίλιαμ Σαίξπηρ & Τόμας Μίντλτον
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΘΕΑΤΡΟ REX - ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ», Πανεπιστημίου 48
«Ο Σαίξπηρ δεν κάνει τίποτα μικρό, αναμετριέται πάντα με κάτι πολύ μεγάλο….» σημειώνει ο Στάθης Λιβαθινός.
Ο Τίμων, άρχοντας στην πόλη των Αθηνών, ζει αμέριμνα τη ζωή του κάνοντας δώρα στους πιστούς και αγαπημένους φίλους του. Απολαμβάνει τη συντροφιά τους και πιστεύει στην τιμιότητά και ευγνωμοσύνη τους. Κάποια στιγμή οι φιλίες του Τίμωνα θα δοκιμαστούν και όσοι ευεργετήθηκαν από αυτόν θα κληθούν να αποδείξουν τα αισθήματά τους απέναντί του. Χάνει όλη του την περιουσία, και οι υποτιθέμενοι «φίλοι του» του γυρνάνε την πλάτη.
Ένα έργο-πρόκληση για τον πλούτο, το χρέος, τη φιλία, την κολακεία, την τυφλότητα, τις ψευδαισθήσεις, τη γενναιοδωρία, την αχαριστία, διαχρονικό και πάντα επίκαιρο.
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Νίκος Χατζόπουλος
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά - Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική Σύνθεση: Λύσανδρος Φαληρέας
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Κίνηση: Μαρία Σμαγιέβιτς
Μουσική Διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Η ακουστική του θεάτρου είναι προβληματική. Έπρεπε να εξετάσουν να βάλουν μικτόφωνα οι ηθοποιοί.
Διανομή: Αργυρώ Ανανιάδου (Τιμάνδρα), Βασίλης Ανδρέου (Τίμων), Γιώργος Δαμπάσης (Λούκουλος, Άρχοντας, Γερουσιαστής), Ιερώνυμος Καλετσάνος (Χρυσοχόος, Λούκιος, Άρχοντας Γερουσιαστής), Νίκος Καρδώνης (Σεμπρόνιος, Ερωτιδέας, Ζωγράφος), Στάθης Κοίκας (Φλαμίνιος Λουκίλος), Φώτης Κουτρουβίδης (Υπηρέτης Βεντίδιος), Αναστάσης Λαουλάκος Υπηρέτης Αξιωματικός), Φοίβος Μαρκιανός (Κάφης), Στρατής Πανούριος (Άρχοντας), Δημήτρης Παπανικολάου (Απήμαντος), Μαρία Σαββίδου (Φλάβιος επιστάτης), Χρήστος Σουγάρης (Αλκιβιάδης), Μάνος Στεφανάκης (Σερβίλιος), Άρης Τρουπάκης (Ποιητής Άρχοντας), Αντιγόνη Φρυδά (Φρυνία)
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Κυριακή, 14 Οκτωβρίου 2018
Ο ΟΗΕ καταδικάζει τις πράξεις βίας στις βραζιλιάνικες εκλογές
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε την προηγούμενη Παρασκευή στη Γενεύη, η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα καταδίκασε πράξεις βίας στις εκλογές της Βραζιλίας και «βαθιά ανήσυχη» για το κλίμα εχθρότητας. Ο διεθνής οργανισμός κάλεσε τους εθνικούς πολιτικούς ηγέτες να καταδικάζουν ρητά τέτοιες πράξεις.
Το ακριβές κείμενο διατυπώνει:
Καταδικάζουμε κάθε πράξη βίας, και ζητούμε άμεση, αμερόληπτη και αποτελεσματική έρευνα για τέτοιες πράξεις. Ο βίαιος και εμπρηστικός λόγος κατά τη διάρκεια αυτών των εκλογών, ιδιαίτερα εναντίον ΛΟΑΤΚΙ, γυναικών, αφρικανικής καταγωγής πολιτών και όσων έχουν διαφορετικές πολιτικές απόψεις, είναι βαθιά ανησυχητικός, ιδιαίτερα με δεδομένες τις αναφορές για βία εναντίον τέτοιων ατόμων.
Καλούμε τους πολιτικούς ηγέτες και όλους όσοι έχουν επιρροή να καταδικάσουν δημόσια κάθε μορφή βίας κατά τη διάρκεια αυτής της ευαίσθητης προεκλογικής περιόδου, και να καλέσουμε όλες τις πλευρές να εκφραστούν ειρηνικά, με πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων των άλλων.
Ακόμη σχετικά με τις εκλογές στη Βραζιλία, αξίζει να θυμηθούμε ότι η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ είχε εκδώσει δύο έγγραφα που ζητούσαν στο Βραζιλιάνικο κράτος να εγγυηθεί τη συμμετοχή του πρώην Προέδρου Luiz Inacio Lula da Silva ως υποψήφιου, διασφαλίζοντας τα πολιτικά του δικαιώματα. Η απόφαση δεν υλοποιήθηκε από την κυβέρνηση της Βραζιλίας.